2.02.2011

Η αφίσα

«Φαε κατι πριν φυγεις!» μου φώναξε όπως πάντα. Δε της απάντησα και έκλεισα τη πορτα. Οσα χρόνια τη θυμαμαι πάντα φάε κατι μου έλεγε πριν πάω οπουδήποτε. Τον τελευταιο χρόνο δε της απαντούσα αλλα αυτή εκεί. Το βιολί της.

Κατέβηκα στο δρόμο και άναψα τσιγάρο. Δε κάπνιζα πολύ. Δεκα τσιγαρα την ημερα περίπου. Όταν ο πατερας μου θυμαμαι είχε κανει εγχειρηση στο στομαχι του, ειχα φοβηθει και δεν ηθελα να καπνισω ποτε. Αλλα μετα ηρθε αυτό το καταραμενο εργαστηριο στη σχολη. Κατηφορα για λιγο καιρο αλλα μετα ηρεμισα και από τοτε καπνιζω σε φυσιολογικα, αν μπορεις να το πεις ετσι, επιπεδα.

Αναψα λοιπον τη συντροφια μου και περπατησα το δρομο προς το κεντρο. Ένα απαλο αεράκι εσπαγε λιγο τη μονοτονια. Ισα ισα να σου δροσιζει το μετωπο για να νιωθεις ανετα. Εστριψα στη πατησιων και αρχισα να περπαταω προς το πολυτεχνειο. Δεκατεσσερις αυγουστου και στην Αθηνα δεν υπηρχε ψυχη. Τροπος του λεγειν. Αυτό το ένα εκατομυριο που εφευγε για διακοπες ηταν αρκετο για να εχει η αθηνα το ένα τριτο του κοσμου που γυρνουσε τα βραδια κανονικα.

«Ωραιο πραγμα» φωναξα και απολαυσα την ησυχια της πολης το καλοκαιρι! Ένα ζευγαρι κοπελες με προσπερασε και με κοιταξε περιεργα. Συνεχισα το δρόμο καπως γρήγορα. Ανυπομονουσα να τη δω σημερα. Ενιωθα πολυ μόνος τελευταια και επρεπε να τη δω για να ηρεμισω. Ηταν 14 αυγουστου και δεν ειχα παει διακοπες. Δε τη παλευα καθολου. Οι ωρες ομως που μου κρατουσε συντροφια θα μου μεινουν για παντα.

Πλησιαζα. Το αερακι ειχε σταματησει και η ζεστη αρχισε παλι να γινετε ανυποφορη αν και ηταν βραδυ. Το ιδιο και η ανυπομονησια μου. Περιμενα να αναψει το πρασινο για τους πεζους οταν περασε απο μπροστα μου ενα αμαξι με ενα ζευγαρι μεσα. Η κοπελα φαινοταν τσατισμενη με κατι. Ειχε γυρισει και κοιταζε προς το πεζοδρομιο ενω ο τυπος οδηγουσε με το αριστερο του χερι να στηριζει το κεφαλι του.

Εμεις δεν ειμασταν ετσι. Ποτε. Δε μαλωναμε. Δε φωναζαμε ο ενας στον αλλο. Παντα με ακουγε και παντα την ακουγα. Στο αμαξι την αφηνα να αλλαζει ταχυτητες και μια δυο φορες που με εκανε να της φωναξω δε το εκανα. Χαμογελουσα και της ελεγα οτι ολα ειναι ενταξει. Μια φορα μαλιστα την ειχα αφησει να οδηγησει. Στην εθνικη με εξηντα χιλιομετρα την ωρα. Το ειχε ευχαριστηθει τοσο πολυ.

Θυμαμαι τοτε που μου ειπε οτι θα εφευγε. Θα ειχα βαλει τα κλαματα αλλα δε το εκανα για να της δειξω οτι θελω το καλο της. Η αληθεια ομως ειναι οτι την ηθελα διπλα μου για παντα. Αλλα δε της το ειπα ποτε. Την αφησα να διαλεξει το δρομο που ηθελε επειδη την αγαπουσα. Δεν ηθελα το κακο της και ηξερα μεσα μου οτι με το να την κρατησω απλα τη περιοριζα. Δε ξερω αν στεναχωρηθηκε καθολου. Ισως να περιμενε να κανω μια προσπαθεια να πω μια λεξη για να τη κανω να μεινει. Να δειξω οτι ενδιαφερομαι.

Αυτο ηταν το λαθος μου. Την αγαπουσα τοσο που ηθελα το καλυτερο για αυτην. Ισως με αυτο το τροπο να την εδιωξα τοσο ευκολα μακρια μου. Ισως γιαυτο το λογο να με ξεπερασε τοσο ευκολα. Στο εξωτερικο θα ηταν σιγουρα πιο ευκολο να με ξεχασει. Το σιγουρο ειναι οτι δυο χρονια μετα παντρευτηκε και τωρα γυριζει το κοσμο. Εδω και επτα χρονια μετανιωνω για αυτη μου την αποφαση. Να μη της πω κουβεντα. Επρεπε να ειχα πει κατι. Να ειχα κανει μια προσπαθεια. Τουλαχιστον δε θα το σκεφτομουνα τωρα.

Εφτασα και κάθησα στο παγκάκι απέναντι της. Η γιγαντοαφισα της ηταν η συντροφια μου εδω και εικοσι περιπου μερες. Αναψα ενα καινουριο τσιγαρο και τη κοιταξα στα ματια. Τα μαλλια της ηταν βαμμενα ξανθα. Ενδιαφερουσα αλλαγη απο το μελαχροινο φυσικο της που ειχε οταν ειμασταν μαζι. Επιανε και με τα δυο τις χερια τη μπλουζα που φορουσε και τη κατεβαζε προς τα κατω προσπαθωντας να κρυψει καπως το μαγιο της. Γελουσε και κοιταζε προς τα δεξια στην αφισα το ονομα της εταιρειας που διαφημιζε.

Πηρα μια βαθια ανασα και τη ξανακοιταξα. Πανεμορφη οπως παντα. Σα τη μερα που την ειχα δει πρωτη φορα στη σχολη. Αλλος κοσμος τοτε.

“Μη φυγεις σε παρακαλω...” της ειπα οπως καθε βραδυ εδω και εικοσι μερες. Τελειωσα το τσιγαρο μου και πηγα στο σπιτι να την ονειρευτω.





Παλιά ιστορία επισης νομιζω 3 χρονια πισω

No comments: