1.11.2011

Η καλύβα

Πρώτη φορά που είδα την καλύβα ανάμεσα στα δέντρα ήταν τον Δεκέμβρη στο δρόμο για το παζάρι. Περπατούσα στο μονοπάτι αμέριμνος κουβαλώντας την πραμάτεια μου. Ειδα τον καπνό πρώτα απο μακρυά αλλα δεν ξεστράτισα. Πλησιάζοντας την είδα μισογκρεμισμένη πάνω στον λόφο. Κοντοστάθηκα και κοίταξα καλύτερα. Η οροφή της είχε σχεδόν πέσει και οι πέτρινοι τοίχοι είχαν γεμίσει με κισσούς.

Είχα περάσει απο αυτό το σημείο πολλές φορές αλλά ποτέ δεν την είχα δει. Οι συγχωριανοί μου είχαν πει ότι υπήρχε όμως. Δε τους πίστευα μέχρι εκείνη τη μέρα του Δεκέμβρη. Κάτι μέσα μου με έσπρωχνε να φύγω απο το μονοπάτι. Να ανέβω να δω τι υπήρχε μέσα της. Πόθος που δεν είχα ξανανιώσει.

Προσπάθησα να κάνω ενα βήμα αλλά μια φωνή με σταμάτησε. Ο Μάρλει ο τρελός του χωριού με είχε δει και μου φώναξε. "Μην κανείς το λάθος! Δε θα είσαι ποτέ ο ίδιος!" μου είπε και με προσπέρασε γρήγορα χωρίς να κοιτάξει προς τον λόφο. "Τι έχει μέσα;" του φώναξα "Πες μου για να μην χρειαστώ να δω μόνος μου!" και έτρεξα πίσω του.

Τον έφτασα και τον σταμάτησα. Ήταν πιωμένος όπως πάντα και βρώμαγε. Άρχισε να γελάει δυνατά. "Δε μπορώ να σε εμποδίσω! Το βλέπω στα μάτια σου!" μου είπε και χλώμιασα. "Θα πας! Πρέπει να πας και Όταν γυρίσεις μόνο το ποτό θα σε βοηθήσει!".

Με έσπρωξε μακρυά και έτρεξε στο μονοπάτι προς την πόλη σκοντάφτωντας. Γύρισα να κοιτάξω την καλύβα. Ήταν αλλαγμένη. Δεν είχε τόσους κισσούς και φαινόταν να γυαλίζει κάτω απο τον μουντό γκρίζο ουρανό. Βγήκα απο το μονοπάτι. Κάθε βήμα πάνω στα βρεγμένα φύλλα και τα σπασμένα κλαδιά με έφερνε πιο κοντά της. Ανυπομονούσα. Η τσάντα μου έπεσε κάπου στο δρόμο για την κορυφή του λόφου.

Έφτασα στην πόρτα και δε μπορούσα να σκεφτώ άλλο μέρος που θα ήθελα να ήμουν. Χάιδεψα το ξύλο της πόρτας και ανατρίχιασα. Όλες οι αισθήσεις μου γέμιζαν με μια ανεξήγητη παρουσία. Άνοιξα να δω στο εσωτερικό της. Είχε αρχίσει να βρέχει. Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα άγαλμα. Αρχαίο και καταπονημένο δε θύμιζε άντρα ούτε γυναίκα. Στεκόταν και με περίμενε με το ενα χέρι σπασμένο και τη βροχη να πέφτει πάνω του απο την σπασμένη οροφή. Γονάτισα μπροστά του χαρούμενος χωρίς να ξέρω γιατί. Ήπια βρόχινο νερό απο την παλάμη του. Έβγαλα τα φυτά που έβγαιναν απο τη βάση του και το καθάρισα. Το αγκάλιασα και κοιμήθηκα στα πόδια του. Χαρούμενος. Δε ξέρω πόσο καιρό έμεινα εκεί. Ο χρόνος δεν είχε σημασία πια.

Η βροχή ερχόταν και έφευγε και εγώ συνέχιζα να πίνω το νερό που μαζευόταν στην παλάμη του. Χόρευα εξτασιασμένος γύρω του και τραγουδούσα με μια γλώσσα αρχαία και ξεχασμένη. Μια μέρα ξύπνησα και προσπάθησα να πιω νερό. Η παλάμη όμως δεν είχε κρατήσει καθόλου. Ήμουν σίγουρος ότι το προηγούμενο βράδυ είχε βρέξει. Περίμενα να βρέξει πάλι αλλά εκείνο το βράδυ η βροχή δεν ήρθε.

Το άγαλμα είχε γεμίσει χόρτα πάλι αλλά δεν είχα δύναμη να το καθαρίσω. Προσπάθησα αλλά δε μπορούσα. Η βροχή δεν ερχόταν. Είχα αρχίσει να χάνω το μυαλό μου. Ξέχασα το Αρχαίο τραγούδι και τον χορό. Προσπάθησα να τα θυμηθώ αλλά δε μπορούσα. Ήξερα ότι με αυτό το νερό θα τα θυμόμουν όλα πάλι. Η βροχή δεν ερχόταν. Έπρεπε να φύγω να βρω νερό και να γυρίσω.

Βγήκα έξω στο δάσος σα να έβγαινα για πρώτη φορά στον κόσμο. Ανέπνευσα τον καθαρό αέρα και γέμισε το στήθος μου με μυρωδιές που είχα ξεχάσει. Γύρισα να κλείσω την πόρτα αλλά η καλύβα δεν ήταν εκεί. Έριξα μια ματιά γύρω μου. Άρχισα να τρέχω ψάχνοντας την αλλά σκόνταψα στην τσάντα μου. Την σήκωσα και συνέχισα να ψάχνω. Εξαντλήθηκα και έπεσα στο έδαφος να πάρω δυνάμεις. Όταν σήκωσα το κεφάλι μου είδα μπροστά μου το μονοπάτι που είχα αφήσει. Η καλύβα δεν ήταν πουθενά. Κοίταξα τον λόφο και ήταν γεμάτος δέντρα. Δεν είχα κουράγιο να την ψάξω. Έπρεπε να βρω πρώτα το νερό.

Ξαναπήρα το μονοπάτι προς την πόλη. Ήπια νερό απο λιμνούλες στον δρόμο αλλά δεν ήταν το ίδιο. Θυμήθηκα το παγούρι μου αλλα και αυτό δε μου προκάλεσε αίσθηση. Στο δρόμο συνάντησα μια παρέα νέων που μου πρόσφεραν απο το δικό τους. Δεν ήταν το ίδιο.

Όταν έφτασα οι κάτοικοι με κοιτούσαν με λύπη. Δεν ήξερα γιατί. Τα μικρά παιδιά κοιτούσαν με απορία τους γονείς τους οι οποίοι με κοιτούσαν και έσκυβαν το κεφάλι. Έφτασα στο πανδοχείο και πήρα το γνωστό δωμάτιο. Ο ιδιοκτήτης δε μου είπε κουβέντα αλλά το είδα στα μάτια του. Έβλεπε και αυτός οτι και οι υπόλοιποι. Ξεκουράστηκα πλύθηκα και το απόγευμα κατέβηκα στο μπαρ.

Ο πανδοχέας με κοίταξε στα μάτια και μου είπε "Πήγες στην καλύβα σωστά?". Δεν του απάντησα. Έπιασε ένα ποτήρι και μου έβαλε να πιω. Ξαφνικά τα λόγια του Αρχαίου τραγουδιού μου ήρθαν στο μυαλό. Μου ήρθαν τα βήματα του χορού. Με κάθε ποτήρι βρισκόμουν όλο και πιο κοντά στην καλύβα μου. Έπινα χωρίς σταματημό και χαμογελούσα. Τραγουδούσα και χόρευα μόνος μου. Θυμήθηκα τότε τα λόγια του γέρο Μάρλει και τον είδα στη γωνιά να σηκώνει το ποτήρι του εις υγείαν και να γελάει με την καρδιά του.

Σιγά σιγά το σήκωσα του χαμογέλασα και το άδειασα.



-------------------------------------


Το έγραψα χτές βράδυ απο τις 12 μέχρι τις 3 περίπου στο iphone ακούγοντας το Prayers For Rain των Cure προσπαθώντας να μιμηθώ το ύφος το HP Lovecraft.

No comments: