12.16.2010

Μια ιστορία που είχα γράψει πρίν τρία χρόνια..

«Μη κοιτας πισω ρε βλακα!» είπε στον εαυτο του και συνεχισε να τρεχει μεσα στο χιόνι. Η πανοπλια του τον εμπόδιζε λιγο αλλα τα καταφερνε καλα παρα τη πυκνη και υπουλη βλαστηση του δάσους. Η χιονοθύελλα είχε τελειώσει και ειχε δώσει τη θέση της σε μια σταθερη πυκνή χιονοπτωση που εμπόδιζε την ορατότητα. Δε μπορουσε να δει περα απο τα σαραντα μετρα οπως υπολογιζε αλλα συνέχισε να τρεχει. Ο φοβος τον εκανε να τρεχει χωρις σταματημο. Μακρια απο την παγωμενη φιγούρα της.


Οταν μετα απο αρκετη ωρα σταματησε να τρεχει ακουμπησε στο κορμο ενος μεγάλου δεντρου και κοίταξε προς την κατέυθυνση που ειχε έρθει. Δεν έβλεπε τίποτα. Πέταξε στο χίονι το κράνος του και την ασπίδα που κρατούσε στο αριστερό του χέρι και προσπάθησε να πάρει ανάσα. Πηρε μια χουφτα χιόνι και την εβαλε στο στομα του για να ξεδιψάσει και κάθησε στη βάση του δέντρου να ηρεμίσει.

«Η φαντασια μου ηταν...» προσπαθησε να ξεγελάσει τον εαυτο του. Να μη πιστεψει αυτο που ειχε δει. Η φιγούρα της παγωμενης γυναικας που ξεπρόβαλλε μπροστα του μέσα στη θύελλα ομως ηταν πολυ αληθινή για να την αγνοησει. Τα κόκκινα παγωμένα της μαλλια με τα μαραμένα λουλουδια και τα καταλευκα ματια της του έφερναν ρίγη καθε φορά που τα σκεφτόταν. Το φόρεμα που φορούσε ήταν σα νυφικό. Παγωμένο και σκισμενο. Τον εκανε να αναρωτιέτε τι συμφορά είχε βρει αυτη τη καημένη κοπελα και το πνέυμα της δεν ησύχαζε.

Είχε ακούσει ιστορίες φαντασμάτων απο τον παππου του αλλα ποτέ δεν ειχε δεί ενα. Ο παππούς του πάντα του έλεγε να μή τα φοβαται. Δε μπορούσαν να του κάνουν πραγματικα κακο. Η υλική τους υπόσταση δε τους επέτρεπε να βλαψουν τους θνητους. Ο τρόμος που ειχε νιώσει οταν την είδε ομως τον έκανε να τα ξεχάσει όλα και να τρέξει για να σωθει. «Ανθρωποι όπως εγω και εσυ ηταν καποτε και αυτα.» του είχε πει καποια στιγμη. «Μονο που είτε τους βρήκε συμφορά ή προκαλέσαν μια τόσο μεγαλη, που δε μπορουν πλεον να ησυχάσουν.»

Σκέφτηκε τα λόγια του παππου του μέσα στην ησυχία του δάσους. Το χίονι δεν έλεγε να αραιώσει. Σιγα σιγά θα έφτανε το ενα μετρο σε ύψος και θα δυσκόλευε πολυ το ταξίδι του. Αποφάσισε να σηκωθεί και να συνεχίσει το δρόμο του. Θα έκανε μια μεγάλη παρακαμψη για να αποφύγει το μέρος οπου είχε δει το φαντασμα και να συνεχίσει προς τον βορρα. Εβαλε το κράνος του επιασε και την ασπίδα του και έκανε να ξεκινήσει οταν ακουσε ενα θόρυβο.

Σήκωσε αργα το κεφάλι του. Ο θορυβος, ενα γρήγορο περπατημα μεσα στο χιόνι, ξανακούστηκε. Δεν έβλεπε τίποτα. Αυτο δεν ήταν το φάντασμα. Τα φαντάσματα δε κάνουν θόρυβο. Έβγαλε το σπαθί του απο τη θήκη του και ερέυνησε αριστερα και δεξια το μέρος. Ο ήχος ακούστηκε ξανα απο πολλες μεριές μαζι. «Λύκοι...» σκεφτηκε και τοτε είδε για πρωτη φορα τα κίτρινα μάτια τους. Πέντε λυκοι τον είχαν περικυκλώσει. Πλησίαζαν με αργά βήματα και γρύλλιζαν δείχνοντας τα δόντια τους.

Πρέπει να είχαν πολλες μέρες να φάνε. Ηξερε οτι ποτε δεν κυνηγούσαν ανθρώπους εκτος και αν έφταναν σε πολύ δύσκολη θέση. Τα σώματα τους φαίνονταν εξασθενιμένα απο την έλλειψη τροφής και τη συνεχη προσπαθεια επιβίωσης σε αυτον τον καταραμένο χειμώνα. Εδω και τέσσερα χρόνια το κρύο και τα χιονια δεν είχαν σταματήσει ουτε τα καλοκαίρια. Πολλοι κάτοικοι του νότου, οπως και πολλά απο τα ζώα του δάσους, είχαν εγκαταλείψει τη χώρα για το βορρα. Αρκετοι όμως είχαν μείνει και είχαν προσαρμοστεί στις νέες συνθηκες. Οι λύκοι είχαν αποφασισει να μείνουν και αυτοι αλλα η τροφή τους τελειωνε. Η απελπισία φαινόταν στα μάτια τους.

Ακούμπησε τη πλάτη του στο κορμό και άνοιξε τα πόδια του έτοιμος να τρέξει προς οποιαδήποτε κατέυθυνση χρειαζόταν. Ο πρώτος λύκος δεν αντεξε άλλο χύμηξε κατα πάνω του με ένα σάλτο. Με μια γρήγορη κίνηση έσκυψε και έκανε μια κολοτούμπα προς τα δεξιά. Ευτυχώς η πανοπλία του ήταν φτιαγμενη απο κρίκους και του επέτρεπε μια καλη ευκινησια. Ο λύκος χτύπησε στο κορμό με ενα μεγάλο θόρυβο και έπεσε στο έδαφος ακίνητος. Η ενέργεια του τον έφερε προσωπο με πρόσωπο με τον δέυτερο λύκο που του όρμηξε.

Έφερε τη ασπίδα του μπροστα του και τον απώθησε κλωτσόντας τον μακρία με το δεξί του πόδι. Ενας τρίτος λύκος χύμηξε και του άρπαξε το αριστερό πόδι. Έσφιξε τα δόντια του και έπνιξε μια κραυγή. Με το σπαθί του κάρφωσε στη πλάτη το γκρίζο ζώο και το αναγκασε να τον αφήσει και να απομακρυνθει ουρλιάζοντας απο πόνο. Ο λύκος που είχε κλωτσήσει ξαναχύμηξε και του άρπαξε το χερι. Τα δόντια του δε μπορουσαν να διαπεράσουν την πανοπλια ομως. Μαζέυοντας δύναμη τον σήκωσε και τον πέταξε μακριά. Τα δόντια του λύκου έσπασαν και έμειναν αναμεσα στους κρίκους της πανοπλίας.

Οι αλλοι δύο λυκοι δεν έκαναν καμία κίνηση. Υποχώρησε σιγα σιγα και όταν έφτασε σε καποια αποσταση τους είδε να ορμάνε στο πτώμα του πρωτου λύκου και να τρωνε με μανια. Συνέχισε να απομακρύνεται έχωντας τα αυτιά του ανοικτα για να ακουσει αν τον ακολουθουν. Οταν τους εχασε απο τα μάτια του γύρισε και άρχισε να περπαταει με γρήγορο βήμα. Επρεπε να φύγει απο αυτο το μέρος γρηγορα. Αν δεν εφτανε στο βορρα σύντομα μπορει να χανοταν η μοναδική του ελπιδα να φέρει ξανα την ανοιξη.

Βγαίνοντας απο μία συσταδα δεντρων αντικρισε ενα πολυ περίεργο θέαμα. Είχε βγει απο το δάσος και είχε μπει σε μια τεραστια κοιλάδα. Μακρια στο βάθος έβλεπε ένα μικρό σπιτακι και καπνό να βγαινει απο τη καμιναδα του. Αλλα το ποιο παράξενο ηταν ενα μεγάλο μονοπάτι που ξεκίναγε καπου δέκα μέτρα απο μπροστα του και δεν είχε χιόνι. Γυρω γυρω το χιόνι αυξανόταν αλλα το μονοπάτι παρέμενε καθαρο και ανθισμενο. Περπατησε διστακτικα και πατησε το πόδι του στο στεγνο χώμα.

Η μυρωδιά της ανοιξης γεμισε τα ρουθούνια του. Ενα φώς φώτιζε το μονοπατι σαν να μην είχε συννεφα ψηλα. Εβγαλε το κράνος του για να απολάυσει τη ζεστη του αόρατου ήλιου στο πρόσωπο του. Τέσσερα χρόνια είχε να μυρίσει την ανοιξη και να τον ζεστανει ο ήλιος. Εκανε δυο ακόμα βήματα προς το μακρινο σπιτακι και γύρισε να κοιταξει το δάσος. Εκει στην ακρη του αναμεσα στα δέντρα ξεπρόβαλλε η παγωμένη φιγούρα της νύφης. Τον κοίταξε με τα λευκά ανέκφραστα ματια της και η καρδιά του παγωσε. Πεταξε κάτω το κρανος του και άρχισε να τρέχει στο μονοπατι.

Σταματησε μονο οταν έφτασε στην ανθισμενη αυλή του μικρού σπιτιου. Εριξε μια ματιά πίσω του και δεν ειδε τίποτα. Λαχανιασμένος και κουρασμενος πέταξε κάτω την ασπίδα του και είδε οτι το χιόνι ειχε σταματήσει να πεφτει στην υπολοιπη κοιλαδα. «Καλημέρα!» του είπε μια γυναικεία φωνη και ξαφνιασμένος γύρισε προς την πόρτα του σπιτιου. Εκει στεκόταν μια γνώριμη φιγούρα. Ειχε κοκκινα μαλλια στολισμένα με λουλούδια και φορούσε μια ποδιά για δουλειές. « Σε περιμενα τοσο καιρο!» του είπε και χαμογελώντας γλυκα τον αγκαλιασε. Ειχε φτάσει επιτέλους στον προορισμό του.

No comments: