"Που σπούδασες;" τη ρώτησε Χωρίς να τον νοιάζει πραγματικά. Ήθελε απλά να του μιλάει. Να βλέπει την έκφραση του προσώπου της. Να βλέπει τα χείλη της κατακόκκινα να χαμογελάνε.
Τόσο όμορφα και σαρκώδη. Κόκκινα σαν φρέσκα μήλα που ευωδιάζουν άρωμα γης και φύσης. Το χαμόγελο της τον μάγευε. Τη φανταζόταν ξαπλωμένη σε άσπρα σεντόνια, με αυτά τα κόκκινα χείλη περήφανα να ξεχωρίζουν στο λευκό.
Σταμάτησε να του μιλάει. Δεν το είχε παρατηρήσει. Τον κοίταξε λίγο περίεργα και συνήλθε. "Είσαι καλά;" τον ρώτησε.
"Ναι! Συγνώμη αλλά χάθηκα για λίγο. Κάτι μου είπες και μου θύμησες μια ιστορία!"
* * *
"Για πες;" τον ρώτησε και χαμογέλασε. Άρχισε να τον παρατηρεί. Το πρόσωπο του ήταν σοβαρό στην αρχή. Πάντα έτσι ξεκινούσε τις ιστορίες του. Στο τέλος σίγουρα θα υπήρχε μια έκρηξη. Ενα αστείο μια μεγάλη πλάκα που είχε κάνει ή είχε δει.
Κουνούσε τα φρύδια του δίνοντας έμφαση στα λόγια του. Της άρεσε αυτό πολύ. Ένιωθε την ιστορία που έλεγε τη ζούσε κάθε φορά. Ήταν ζωντανός.
Αυτο της έλειπε απο τη ζωή της. Η αίσθηση της ζωντάνιας της κάθε στιγμής. Όπως φαντάστηκε η ιστορία τελείωσε με ενα αστείο. Όχι και πολύ καλό αλλά ο τρόπος του το έκανε να μοιάζει αριστούργημα.
***
"Θα πάρετε κάτι άλλο?" τους ρώτησε η σερβιτόρα. Η γυναίκα κοίταξε το κατάλογο για ένα γλυκό. Ο άντρας της πρότεινε το cheesecake με τα κεράσια. Την κοιτούσε επίμονα ο τύπος και ολο έκανε κάτι ηλίθιες γκριμάτσες με τα φρύδια του. Η άλλη είχε βάλει τόσο κραγιόν που είχε γεμίσει όλα τα ποτήρια με κόκκινους λεκέδες. Δεν ήταν ζευγάρι. Όχι ακόμα τουλάχιστον αλλα μάλλον για εκεί το πήγαιναν. Στ'αρχίδια της. Αρκεί να της άφηναν κανένα ψιλό όταν ξεκουμπίζωνταν...
Ενα cheesecake και ένα σουφλέ σοκολάτας...
No comments:
Post a Comment