Δίπλα του είχαν αρχίσει να βλέπουν βιντεακια στο κινητό ενός καινούριου. Πάντα αυτό γινόταν. Όλοι έτρεχαν να δουν τις καινούργιες τσόντες και να ανταλλάξουν μεταξύ τους.
Έκλεισε το περιοδικό και την κοίταξε. Ξέχασε τα πάντα γύρω του. Είχε καιρό να χαθεί έτσι. Καθόταν στο πάτωμα και τον κοίταζε σα να τον περίμενε. Τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της, πάνω στο κόκκινο δερμάτινο μπουφάν που φορούσε.
Στήριξε το κεφάλι του με το χέρι και την κοίταξε. Τόσο όμορφη, τόσο αθώα. Μια όαση στη πράσινη έρημο του στρατού. Θα της μιλούσε; Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Δεν είχε τίποτα να χάσει πλέον. Το έμαθε αυτό αργά. Τον κοίταζε ακόμα. Την είχε ερωτευτεί. Με τη πρώτη μάτια όταν έκλεισε το περιοδικό. Σαν λύκειακος έρωτας. Ανώριμος φρέσκος όπως νιώθεις τη πρώτη φορά που βλέπεις μια όμορφη συμμαθήτριά σου και θες να σε προσέξει.
"Δες τι της κάνει ρε!" φώναξε κάποιος δίπλα του, "Τι κώλαρα είναι αυτή! Όλο μέσα!" φώναζε. Μια μεραρχία είχε μαζευτεί γύρω από το μικρό κινητό που αποτελούσε αυτή τη στιγμή το αντικείμενο του πόθου όλων όσοι το έβλεπαν.
Εκείνος ακάθεκτος. Δε σταμάτησε ούτε στιγμή να την κοιτάζει. Ούτε και αυτή. Καθόταν ακόμα στο πάτωμα και περίμενε να κάνει την κίνηση του. Βρήκε το θάρρος. Πήρε το περιοδικό και το τύλιξε προσέχοντας μη τσαλακώθει. Την πήρε μαζί του στο λόχο. Τι διαφήμιση ήταν που πόζαρε; Δε πρόσεξε καθόλου. Ρούχα μάλλον. Τι σημασία είχε; Μόνο αυτή θυμόταν. Έβαλε το περιοδικό στη τσάντα και την κοίταξε στην τελευταία σελίδα μια ακόμα φορά. Έκλεισε ένοχα το φερμουάρ και έφυγε για φαγητό.
Το είχα γράψει μια μέρα όταν ήμουν ακόμα στρατό στη Λέσβο. Αυτοβιογραφικό.
No comments:
Post a Comment